- ὄρθωσιν
- ὄρθωσιςmaking straightfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δύσφορος — δύσφορος, ον (AM) 1. οχληρός, ενοχλητικός 2. βραδυκίνητος («δύσφορα τὰ σώματα ἀπεργάζοιντο», Πλούτ.) αρχ. 1. (για τροφή) δύσπεπτος 2. αυτός που έχει κακή σοδειά, άγονος («δύσφορος χώρα») 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ δύσφορα κακά, θλίψεις μσν. το … Dictionary of Greek
όρθωση — η (Α ὄρθωσις) [ορθώ] τροπή προς το καλύτερο, διόρθωση, βελτίωση («ὄρθωσιν λόγων καὶ ἔργων τῶν ἀρίστων», Πλούτ.) νεοελλ. στήσιμο ή επαναφορά ενός πράγματος σε όρθια θέση, ανέγερση αρχ. 1. ευτυχία 2. η χρήση τής ονομαστικής πτώσης … Dictionary of Greek